ΠΑΘΗΣΕΙΣ
Νεύρωμα Morton

Νεύρωμα Morton

Το νεύρωμα Morton (ή νευρίνωμα) είναι μια καλοήθης νευροπάθεια, συμπιεστικής αιτιολογίας, που αφορά τα κοινά δακτυλικά νεύρα των δακτύλων του άκρου ποδός.

Ουσιαστικά πρόκειται για μια -επώδυνη- διόγκωση του αισθητικού νεύρου των δακτύλων του ποδιού (κυρίως αφορά το μεσοδακτύλιο διάστημα μεταξύ του 2ου-3ου και του 3ου-4ου δακτύλου) και την συμπίεση αυτού μεταξύ των κεφαλών των αντίστοιχων μεταταρσίων.

Το Νεύρωμα Morton προσβάλλει συχνότερα γυναίκες της νεαρής και μέσης ηλικίας (20-50 ετών).

Ποια είναι τα συμπτώματα της πάθησης;

Το κυριότερο σύμπτωμα του νευρινώματος Morton είναι ο πόνος, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μέτριος έως οξύς και εντοπίζεται στο διάστημα ανάμεσα στα μετατάρσια (δάκτυλα των ποδιών).

Ενίοτε μπορεί να επεκτείνεται και στον υπόλοιπο άκρο πόδα, ενώ ο πόνος επιδεινώνεται χαρακτηριστικά, μετά από ολιγόλεπτη βάδιση, ιδίως με στενά παπούτσια (π.χ. ψηλά τακούνια στις γυναίκες).

Μετά την αφαίρεση των υποδημάτων, υπάρχει ανακούφιση των συμπτωμάτων και συχνά οι ασθενείς αναγκάζονται να κάνουν και ήπιο «μασάζ» στην περιοχή.

Άλλο σύμπτωμα μπορεί να είναι η υπαισθησία του δέρματος στην σύστοιχη περιοχή, ενώ άλλοτε αναφέρονται και αίσθημα καύσου, νυγμών από βελόνα ή ακόμα και «φαγούρας».

Ποια είναι τα βασικότερα αίτια και ποιες εξετάσεις χρειάζονται για τη διάγνωση;

Τα ακριβή αίτια του νευρινώματος Morton, δεν είναι γνωστά. Μεταξύ των παραγόντων που ενοχοποιούνται για την εμφάνισή του είναι η πίεση του κοινού δακτυλικού νεύρου ανάμεσα στις κεφαλές των μεταταρσίων και κάτω από τον εγκάσριο σύνδεσμο, καθως και μικροτραυματισμοί στην περιοχή.

Για τη διάγνωση του νευρινώματος Morton, πέρα από την κλινική εξέταση η οποία είναι απαραίτητη, συνήθως χρειαζόμαστε μια ακτινογραφία του άκρου πόδα σε όρθια στάση, για να αποκλείσουμε κάποια ανατομική ανωμαλία των οστών.

Το υπερηχογράφημα, εφόσον εκτελείται από έμπειρο ακτινολόγο, μπορεί να εντοπίσει ακριβώς τη θέση της διόγκωσης και να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την περαιτέρω αντιμετώπιση (έγχυση ή χειρουργική επέμβαση).

Τέλος, η μαγνητική τομογραφία, αν και σπάνια χρησιμοποιείται σε αυτή την νόσο, μπορεί να βοηθήσει στο να αποκλειστούν άλλες παθήσεις της περιοχής.

Πώς γίνεται η θεραπεία;

Συντηρητική θεραπεία

Το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση του νευρινώματος Morton είναι η αποφυγή στενών υποδημάτων και η χρησιμοποίηση φαρδύτερων και πιο άνετων με στέρεη σόλα και συχνά με ταυτόχρονη χρήση ειδικού ένθετου αποφόρτισης μεταταρσίου.

Παράλληλα, τα απλά αναλγητικά (παρακεταμόλη, ιμπουμπροφαίνη), καθώς και άλλα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, πιθανόν να είναι αποτελεσματικά στην αρχική διαχείριση του πόνου.

Η τοπική έγχυση κορτικοστεροειδών, συνήθως υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση, μπορεί να απαλλάξει τον ασθενή από τα ενοχλητικά και επώδυνα συμπτώματα για ένα αρκετά σημαντικό χρονικό διάστημα.

Χειρουργική θεραπεία

Στην περίπτωση όπου οι συντηρητικές μέθοδοι που προαναφέραμε αποτύχουν, τότε οδηγούμαστε στην χειρουργική θεραπεία.

Γίνεται είτε νευρόλυση, απελευθέρωση δηλαδή του συμπιεσμένου νεύρου, είτε νευροεκτομή, αφαίρεση δηλαδή τμήματος του πάσχοντος δακτυλικού νεύρου μέσω μιας μικρής τομής λίγων μόνο εκατοστών στην ραχιαία (επάνω) ή/και παλαμιαία (κάτω) επιφάνεια του ποδιού. Επειδή πρόκειται για αμιγώς αισθητικό νεύρο και όχι κινητικό, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μετεγχειρητικά όσον αφορά την κίνηση των δακτύλων του άκρου ποδός.

Η νευρόλυση, η απελευθέρωση δηλαδή του νεύρου στο σημείο της συμπίεσης, χωρίς όμως ωστόσο να γίνει εκτομή, δεν επιλέγεται τόσο συχνά, λόγω ποσοστού επανεμφάνισης των συμπτωμάτων.

Μετά το χειρουργείο.

Τις πρώτες ημέρες μετά το χειρουργείο, ακολουθούμε απλές οδηγίες για να αποφευχθεί το οίδημα (πρήξιμο) στην περιοχή της επέμβασης.

Η μετεγχειρητική φαρμακευτική αγωγή είναι περιορισμένη και έχει ως στόχο την άμεση και ανώδυνη κινητοποίηση του ασθενούς.

Η ανάρροπη θέση του σκέλους και η παγοθεραπεία βοηθούν στην ανακούφιση του φυσιολογικού μετεγχειρητικού οιδήματος που υπάρχει.

Οι ασκήσεις που προτείνονται είναι απλές, κατανοητές και εύκολα εφαρμόσιμες και πολλές φορές δεν απαιτούν καν τη βοήθεια ετέρου προσώπου (π.χ. φυσιοθεραπευτή).

Κατά κανόνα, η αποκατάσταση μετά από την χειρουργική επέμβαση, δεν απαιτεί μακρά περίοδο αποχής από τις καθημερινές μας δραστηριότητες. Εφόσον απαιτηθεί, πιθανόν να συστηθεί η χρησιμοποίηση ειδικού ένθετου υποδήματος για αποφόρτιση της πάσχουσας περιοχής. Παρόλα αυτά, ο ασθενής πολύ σύντομα μπορεί να επιστρέψει στην καθημερινότητα και στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις.